λεχούδι

λεχούδι
το новорождённый, младенец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λεχούδι" в других словарях:

  • λεχούδι — το το νεογέννητο, το νεογνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεχώ + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι)] …   Dictionary of Greek

  • λεχούδι — το ιού, το νεογέννητο βρέφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπλερος — η, ο αμέστωτος, τρυφερός: Το παιδί της ήταν ακόμη λεχούδι άπλερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»